- νεκροτοκώ
- (ε) αμετ. рожать мёртвого ребёнка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεκροτοκώ — (Α νεκροτοκῶ, έω) (για γυναίκα) γεννώ νεκρό βρέφος, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τοκῶ (< τοκος < τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θηλυ τοκώ, μονο τοκώ] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek